Τα υποκείμενα της φιστικιάς είναι σπορόφυτα διαφόρων ειδών του γένους Pistacia. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά η τσικουδιά (Pistachiaterebinthus cv. tsikoudia) (Ποντικής 1996) λόγω της καλής συγγένειας με τη φιστικιά και της ανθεκτικότητάς της στους μύκητες του γένους Phytophthora. Η τσικουδιά είναι ευπαθής στο Verticillium dahliae. Στις ΗΠΑ έχει αντικατασταθεί από τα είδη Pistachia atlantica Desf., Pistachia integerrima (Stewart) Zoh. και από υβρίδια μεταξύ των δύο αυτών ειδών. Στην Μέση Ανατολή χρησιμοποιείται το είδος P. khinjuk Stoks, το οποίο είναι το πλέον συγγενές προς το Pistachia vera, και το Pistachia palaestina Bois.
Στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες γίνεται σημαντική έρευνα για τη δημιουργία υποκειμένων με καλές δενδροκομικές ιδιότητες και ανθεκτικότητα σε εδα- φογενή παθογόνα και νηματώδεις.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες φιστικιάς στις χώρες στις οποίες φύεται το δένδρο αυτό. Στην Ελλάδα τα θήλεα δένδρα ανήκουν αποκλειστικά στην ποικιλία «Αίγινα». Δύο άλλες ποικιλίες που καλ- λιεργούντο σε μικρή κλίμακα, η φουντουκάτη και η νυχάτη έχουν εγκαταλειφθεί λόγιο κακής ποιότητας του καρπού. Άλλη ποικιλία που παρουσιάζει ενδιαφέρον και αρχίζει να διαδίδεται είναι η ποικιλία Pontikis, η οποία προήλθε από επιλογή σπορο- φύτων της ποικιλίας «Αίγινα» (Pontikis 1986). Θεωρείται ποικιλία παραγωγική με καρπούς πολύ καλής ποιότητας και με μέσο φυσιολογικό ποσοστό ασπέρμων («κούφιων») φιστικιών σχετικά χαμηλό (5-10%). Στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών αναφέρεται και η ποικιλία Kerman.
Παρ” όλο ότι το υποκείμενο τσικουδιά και η ποικιλία «Αίγινα» έχουν πολύ ικανοποιητικές δενδροκομικές ιδιότητες, επισημαίνεται ότι η καλλιέργεια ενός μόνο υποκειμένου και μίας μόνο ποικιλίας ενέχει κινδύνους διότι ευνοεί τη διάδοση νέων ή εισαγομένων παθογόνων και εχθρών στα οποία τα δένδρα μπορεί να παρουσιάζουν ευπάθεια.
Στις χώρες στις οποίες καλλιεργείται η φιστικιά υπάρχουν διάφορες ποικιλίες αρρένων δένδρων. Και στον τομέα αυτό γίνεται έρευνα για τη δημιουργία κλώνων οι οποίοι να ανθίζουν ταυτόχρονα με τα θήλεα δένδρα ή να έχουν μεγάλη διάρκεια ανθοφορίας ώστε να καλύπτουν την περίοδο ανθοφορίας αυτών. Στην Ελλάδα τα άρρενα δένδρα έχουν καταταγεί από τονΑναγνωστόπουλο (1935), με κριτήριο την περίοδο άνθησης, σε τέσσερις τύπους, τους Α, Β, Γ και Δ. Τα Α τύπου είναι τα πρωϊμότερα και τα Δ τύπου είναι τα οψιμότερα. Του τύπου Β ένα ποσοστό ανθίζει πριν από τα θήλεα και ένα ποσοστό μετά, ενώ του τύπου Γ, ένα μέρος των ανθέων ανοίγει μαζί με τα θήλεα και ένα μέρος μετά. Στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών αναφέρονται για άρρενα δένδρα οι ελληνικοί τύποι Α, Β, Γ και οι ποικιλίες Chfeift και Peters. Η φιστικιά μπορεί να γονιμοποιηθεί και με γύρη τσικουδιάς, αλλά οι παραγόμενοι καρποί είναι κατώτερης ποιότητας (Ποντίκης 1996).
πηγη: ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ & ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΦΙΣΤΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Α. Χιτζανίδου Π.Α. Μουρίκης Κ.Δ. Χολέβας