Καταγωγή και Ιστορία

Η φιστικιά (Pistacia vera), σύμφωνα με εργασίες Ρώσων βοτανολόγων, πρέπει να κατάγεται από την Κεντρική Ασία (Zohary 1950-1952).

pistachio_tree_1Η άποψη ότι η φιστικιά κατάγεται από την Μέση Ανατολή βασίζεται πιθανώς σε παρατηρήσεις που έγιναν σε δένδρα καλλιεργημένης φιστικιάς. Το είδος Pistacia vera φύεται άγριο στην Κεντρική Ασία, καλύπτοντας τεράστιες εκτάσεις ορεινές και πεδινές. Η περιοχή στην οποία αναπτύσσεται αρχίζει από το Ιράν και το Αφγανιστάν και επεκτείνεται μέσω Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Κιργκιστάν μέχρι τη δυτική όχθη της λίμνης Ισσίκ- Κούλ.
Η πρώτη αναφορά στη φιστικιά στην αρχαία ελληνική γραμματεία θεωρείται ότι έγινε τον 4° και 3° αιώνα π.Χ. από τον Θεόφραστο (Περί Φυτών Ιστορία). Ο Θεόφραστος γράφει ότι, όπως λένε, στην Ινδική και στην Βακτρία (Αφγανιστάν) φύεται ένα δένδρο όμοιο με την τέρμινθον (τερέ- βινθον) ως προς τα φύλλα, τους κλάδους και τα άλλα, διαφορετικό όμως ως προς τον καρπό. Οι καρποί είναι κάρυα που μοιάζουν με τα αμύγδαλα, αλλά είναι μικρότεροι και το κέλυφος τους δεν είναι τραχύ, στη γεύση δε, είναι πολύ νοστιμότεροι από τα αμύγδαλα και γι” αυτό προτιμώνται. Ο Θεόφραστος περιγράφει το δένδρο χωρίς να το ονομάζει. Οι περιοχές όμως που αναφέρει περιλαμβάνονται στις περιοχές στις οποίες απαντάται η φιστικιά αυτοφυής (άγρια). Το όνομα «πιστάκια» (από την περσική λέξη πίστα που σημαίνει φιστίκι) απαντάται για πρώτη φορά στον Νίκανδρο (Θηριακά, 891) τον 2° αιώνα π.Χ., ο οποίος επίσης τονίζει την ομοιότητα των καρπών με τα αμύγδαλα.

Ο Διοσκουρίδης τον 10 αιώνα μ.Χ. αναφέρει ότι τα φιστίκια παράγονται στη Συρία και έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες (Περί Ύλης Ιατρικής, Λόγος Πρώτος, 124). Για τα φιστίκια γράφει και ο Αθήναιος τον 2° αιώνα μ.Χ.: τα φιστίκια, τα οποία προσφέρονται στο τραπέζι των σοφών, σύμφωνα με τα τότε γνωστά, παράγονται στη Συρία και στην Αραβία. Ο καρπός είναι λευκόφαιος, μακρός, πράσινος στο εσωτερικό και ενώ είναι λιγότερο χυμώδης από τον σπόρο της κουκουναριάς είναι περισσότερο εύγευστος από αυτόν.

pistachio_nuts
Αν και τα φιστίκια ήσαν γνωστά ήδη στους αρχαίους έλληνες και εκτιμώνταν για τη νόστιμη γεύση τους, δεν γνωρίζουμε σήμερα τον χρόνο εισαγωγής και καλλιέργειας της φιστικιάς στην Ελλάδα. Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι εισήχθη στη Ρώμη περίπου το 30 μ.Χ. και ταυτόχρονα στην Ισπανία (Πλίνιος, XV, 83, 91). Ο Γεννάδιος (1914) ο οποίος ερεύνησε το θέμα αυτό αναφέρει ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα το φιστίκι ήταν «οπω- ρικόν» της Ασίας και η φιστικιά δεν απαντιόταν στην Ελλάδα. Ο ίδιος γράφει ότι το 1856 καλλιεργείτο στη Ζάκυνθο και μεμονωμένα δένδρα υπήρχαν και σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Την πρώτη οργανωμένη φυτεία φιστικιάς κατάρτισε ο βιομήχανος της σοκολάτας Δ. Παυλίδης στο κτήμα του στο Ψυχικό Αττικής. Ο διευθυντής του Δημοσίου Δενδροκομείου (Βοτανικός) Ορφανίδης το 1869 άρχισε να πολλαπλασιάζει τη φιστικιά και να συνιστά την καλλιέργειά της και το έργο του συνέχισε ο διάδοχος του Π. Γεννάδιος. Στο τέλος του 19ου αιώνα ο Ν. Περόγλου εγκατέστησε την πρώτη φυτεία φιστικιάς στην Αίγινα. Από το κτήμα του η καλλιέργεια του δένδρου αυτού διαδόθηκε στο νησί. Το περίφημο φιστίκι Αιγίνης έχει χαρακτηριστεί προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) από την EE όπως και της Φθιώτιδας και των Μεγάρων.
Αρχικά η φιστικιά καλλιεργήθηκε στην Αττική και στην Αίγινα. Από το 1950 η καλλιέργεια της άρχισε να επεκτείνεται στη Βοιωτία, Φθιώτιδα, Εύβοια και Κορινθία και από το 1968 στη Θεσσαλία, Χαλκιδική, Ροδόπη, στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου (Ποντικής 1996).
Η φιστικιά παγκοσμίως καλλιεργείται στη Μέση Ανατολή (Συρία, Τουρκία, Ισραήλ), στο Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, στις παραμεσόγειες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Τυνησία), στις ΗΠΑ και σε μικρή έκταση στην Αυστραλία.

πηγη:
 ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ & ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΦΙΣΤΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
 Α. Χιτζανίδου
 Π.Α. Μουρίκης
 Κ.Δ. Χολέβας